παιδικός -ή -ό Adj.  [pedikos -i -o, pethikos -i -o, paidikos -h -o]

(11)
  Adj.
(1)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Περί το έτος 2000 ο παιδικός πληθυσμός των πόλεων του κόσμου, ηλικίας μεταξύ 5 και 19 ετών, θα υπερβεί κατά 247.000.000 τον αντίστοιχο του 1980.Die Anzahl der in Städten lebenden Kinder zwischen fünf und 19 Jahren wird 247 Millionen mehr als 1980 betragen.

Übersetzung bestätigt

Στο πλαίσιο του θεσμού των πολιτιστικών πρωτευουσών και πολιτιστικών μηνών μπορεί να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στα θέματα του πολιτισμού που αφορούν τα παιδιά της Ευρώπης όπως η παιδική τηλεόραση, ο παιδικός κινηματογράφος, το παιδικό βιβλίο.Im Rahmen von etablierten Veranstaltungsprogrammen wie den "Kulturhauptstädten" oder "Kulturwochen" könnte ein besonderer Schwerpunkt auf die kulturellen Aspekte gelegt werden, die die europäischen Kinder betreffen, beispielsweise Kinderfernsehsendungen und -filme und Jugendliteratur.

Übersetzung bestätigt

Ο παιδικός πληθυσμός είναι ευάλωτη ομάδα που διαφέρει από τους ενηλίκους ως προς την ανάπτυξη, τη φυσιολογία και την ψυχολογία του, γεγονός που καθιστά την έρευνα για φάρμακα που συνδέονται με την ηλικία και την ανάπτυξη ιδιαίτερα σημαντική.Kinder sind eine schutzbedürftige Bevölkerungsgruppe, die sich in ihrer Entwicklung sowie physiologisch und psychologisch von den Erwachsenen unterscheidet; daher sind Forschungsarbeiten im Arzneimittelbereich, die Alter und Entwicklungsstand berücksichtigen, überaus wichtig.

Übersetzung bestätigt

Ο παιδικός πληθυσμός είναι ευάλωτη ομάδα γεγονός που καθιστά την έρευνα για φάρμακα που συνδέονται με την ηλικία και την ανάπτυξη ιδιαίτερα σημαντική.Kinder sind eine schutzbedürftige Bevölkerungsgruppe; daher sind Forschungsarbeiten im Arznei­mittel­bereich, die Alter und Entwicklungsstand berücksichtigen, überaus wichtig.

Übersetzung bestätigt

Εμβολιασμός κατά της γρίπης και παιδικός εμβολιασμόςGrippeschutzimpfung und Schutzimpfungen für Kinder

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • παιδικός (maskulin)
  • παιδική (feminin)
  • παιδικό (neutrum)


Griechische Definition zu παιδικός -ή -ό

παιδικός -ή -ό [peδikós] : α.που ανήκει ή αναφέρεται στα παιδιά: Παιδική ηλικία. Παιδική αφέλεια. Παιδική αθωότητα. || Παιδικές ασθένειες. β. που προορίζεται για τα παιδιά: Παιδικά παιχνίδια / τραγούδια / ενδύματα. Παιδικές τροφές. Παιδικό θέατρο. παιδικός -ή -ό σταθμός και ως ουσ. ο παιδικός, στον οποίο οι εργαζόμενες μητέρες αφήνουν για φύλαξη τα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Παιδικό δωμάτιο και ως ουσ. το παιδικό: Φέτος θα βάψουμε μόνο το παιδικό, την κρεβατοκάμαρα θα την αφήσου με για του χρόνου. Παιδικό (τηλεοπτικό) πρόγραμμα και ως ουσ. το παιδικό. || (ειδικότ.) Παιδική χαρά*. γ. (με μειωτ. σημ., όταν λέγεται σε σχέση με ενήλικες) παιδαριώδης, αφελής, απλοϊκός, ανόητος κτλ.: Παιδική σκέψη / συμπεριφορά.

[λόγ. < αρχ. παιδικός `για παιδί΄ & σημδ. γαλλ. infantile]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback